- σιλήνει
- σιλήνει· μυ<λ>λίζει, σκώπτει, σιωπᾷ, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιλήνει — Α (κατά τον Ησύχ.) «μυ(λ)λίζει, σκώπτει, σιωπᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. Σ(ε)ιληνός] … Dictionary of Greek